ενοριακός

ενοριακός
-ή, -ό (Μ ἐνοριακός, -ή, -όν) [ενορία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενορία («ενοριακός ναός», «ενοριακή εισφορά», «ενοριακός κλήρος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενοριακός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην ενορία, που είναι της ενορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • Μπρέγκεντς — (Bregenz). Πόλη (περ. 28.000 κάτ.) της δυτικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης επαρχίας Φόραρλμπεργκ (2.601 τ. χλμ.) στην ανατολική όχθη της λίμνης Κωνστάντιας. Παλιά αποικία των Κελτών, έγινε αργότερα ρωμαϊκό φρούριο με το όνομα Brigantium.… …   Dictionary of Greek

  • Τσέντο — (Cento). Πόλη (13.000 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία της Φεράρας, σε απόσταση 34 χλμ. από την πρωτεύουσα. Με τις γύρω περιοχές αποτελεί κοινότητα 64,78 τ.χλμ. με περίπου 30.000 κατοίκους. Πρόκειται για γεωργικό, βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο με …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξωκλήσι — το μικρός χριστιανικός ναός, μη ενοριακός, που βρίσκεται έξω από την πόλη ή το χωριό, το ερημοκλήσι: Βλέπεις το ξωκλήσι στο βουνό; ξωκλήσι το εκκλησάκι στην εξοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”